- ἀνέπνευσε
- ἀναπνέωtake breathaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀνέπνευσε — ἀνέπνευσε , ἀναπνέω take breath aor ind act 3rd sg ἐνέπνευσε , ἐμπνέω blow aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek